ὀξύα

ὀξύα
ὀξύᾱ , ὀξύα
beech
fem nom/voc/acc dual
ὀξύα
beech
fem nom/voc sg
ὀξύᾱ , ὀξύη
beech
fem nom/voc/acc dual
ὀξύᾱ , ὀξύη
beech
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀξύᾳ — ὀξύαι , ὀξύα beech fem nom/voc pl ὀξύᾱͅ , ὀξύα beech fem dat sg (doric aeolic) ὀξύᾱͅ , ὀξύη beech fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οξύα — Βλ. λ. οξιά. * * * και οξυά, η (Α ὀξύα και ιων. τ. ὀξύη) βλ. οξιά …   Dictionary of Greek

  • οξυά — Βλ. λ. οξιά. * * * η ζωολ. κοινή ονομασία τού πτηνού γυπάετος …   Dictionary of Greek

  • Γραμμένη Οξυά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.130 μ., 138 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αποδοτίας …   Dictionary of Greek

  • ὀξύας — ὀξύᾱς , ὀξύα beech fem acc pl ὀξύᾱς , ὀξύα beech fem gen sg (doric aeolic) ὀξύᾱς , ὀξύη beech fem acc pl ὀξύᾱς , ὀξύη beech fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξύαι — ὀξύα beech fem nom/voc pl ὀξύᾱͅ , ὀξύα beech fem dat sg (doric aeolic) ὀξύᾱͅ , ὀξύη beech fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξύαν — ὀξύα beech fem acc sg ὀξύᾱν , ὀξύη beech fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξύης — ὀξύα beech fem gen sg (attic epic ionic) ὀξύη beech fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οξιά — Δέντρο της οικογένειας των φηγιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία της είναι φηγός η δασική. Υπερβαίνει συχνά τα 30 μ. σε ύψος και σχηματίζει θαυμάσια δάση στις πλαγιές των βουνών στο μεγαλύτερο μέρος της εύκρατης ζώνης. Στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”